Η Ελλάδα είναι η μοναδική ευρωπαϊκή χώρα που δεν διαθέτει πια ειδικότητα Κλωστοϋφαντουργού Μηχανικού στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση

Ανοιχτή επιστολή από τον Πρόεδρο του Πανελληνίου Συλλόγου Πτυχιούχων Μηχανικών Κλωστοϋφαντουργών, Ευάγγελο Λούρη

Τις τελευταίες ημέρες έγινε γνωστό ότι το τμήμα “Βιομηχανικής Σχεδίασης και Παραγωγής” του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής προχωρά σε αναγκαστική αλλαγή του Προγράμματος Σπουδών, ώστε να ομοιάζει με τα Προγράμματα Σπουδών που ακολουθούνται σε άλλα Πολυτεχνικά Τμήματα με παραπλήσιο τίτλο. Η αλλαγή αυτή σημαίνει την οριστική εξαφάνιση της ειδικότητας του Κλωστοϋφαντουργού Μηχανικού στην Ελλάδα.

Τη στιγμή που τα σημαντικότερα Ακαδημαϊκά ιδρύματα σε όλο τον κόσμο ιδρύουν νέες κατευθύνσεις και ειδικεύσεις για να ανταποκριθούν πιο στοχευμένα στις σύγχρονες τεχνολογικές αλλαγές, τη στιγμή που η Κλωστοϋφαντουργία παραμένει ένας σταθερά αναπτυσσόμενος τεχνολογικός και βιομηχανικός κλάδος παγκοσμίως, τη στιγμή που η Ευρωπαϊκή Ένωση χαρακτηρίζει επίσημα την Κλωστοϋφαντουργία ως έναν από τους βασικούς στρατηγικούς τομείς ανάπτυξης, οι ηγεσίες των εγχώριων θεσμικών οργάνων που ασχολούνται με την εθνική εκπαιδευτική πολιτική αποφασίζουν να αποκόψουν τη χώρα από αυτές τις εξελίξεις.

Το επιχείρημα ότι ένα μικρό Ακαδημαϊκό τμήμα επιβαρύνει τον προϋπολογισμό και ότι με την κατάργησή του επιτυγχάνεται οικονομία, δεν ευσταθεί αφού οι καθηγητές, το διοικητικό προσωπικό και τα λειτουργικά έξοδα των εργαστηρίων απλά μεταφέρονται σε άλλα μεγαλύτερα τμήματα.

Το επιχείρημα ότι η ειδικότητα του Κλωστοϋφαντουργού Μηχανικού δεν συνάδει με το προφίλ ενός ακαδημαϊκού τμήματος Μηχανικών Παραγωγής είναι επίσης αίολο. Αποτελεί την αρχαιότερη ειδικότητα «Μηχανικών Παραγωγής», αφού εμφανίζεται το 1824 ως αυτοτελές ιδρυτικό τμήμα του “Manchester Mechanics Institution” (μετέπειτα UMIST), ενώ η επόμενη ειδικότητα «Μηχανικών Παραγωγής» διαμορφώνεται μετά από 64 χρόνια, με τη δημιουργία του πρώτου τμήματος Χημικών Μηχανικών στο MIT (1888). Η πιο πρόσφατη ακαδημαϊκή ειδικότητα που φέρει πλέον τον τίτλο «Μηχανικών Παραγωγής» διαμορφώνεται πολύ αργότερα, μέσα στον 20ο αιώνα. Η ειδικότητα του Κλωστοϋφαντουργού Μηχανικού έχει παγκόσμια αναγνωσιμότητα και κατέχει διακριτή θέση στην ανώτατη ακαδημαϊκή εκπαίδευση όλων των ανεπτυγμένων χωρών.

Το επιχείρημα ότι η ειδικότητα του Κλωστοϋφαντουργού Μηχανικού δεν έχει ανταπόκριση στην αγορά είναι επίσης ψευδές. Επί του συνόλου των κλάδων μεταποίησης της χώρας, οι κλάδοι της Κλωστοϋφαντουργίας και των άμεσα σχετιζόμενων κλάδων μόδας (Ένδυμα και Δέρμα) κατέχουν το 11% των επιχειρήσεων και απασχολούν το 9% των εργαζομένων (στοιχεία ΕΛΣΤΑΤ 2015 και ΙΟΒΕ 2016). Επιπλέον, λόγω της ευρείας διεπιστημονικότητας των γνωστικών αντικειμένων τους, οι Κλωστοϋφαντουργοί Μηχανικοί στελεχώνουν πολλούς άλλους βιομηχανικούς και εμπορικούς κλάδους, όπως χρωμάτων και βαφών, απορρυπαντικών, χαρτιού, πλαστικών, εκτυπώσεων, ειδικών προϊόντων για ιατρικές και στρατιωτικές χρήσεις, ενώ πολλοί εξ αυτών απασχολούνται επαγγελματικά στο χώρο της πληροφορικής, έχοντας ως κύριο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα την ικανότητα αντίληψης πολύπλοκων βιομηχανικών διαδικασιών.

Προ της δημιουργίας του νέου Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής, ο Πανελλήνιος Σύλλογος Πτυχιούχων Μηχανικών Κλωστοϋφαντουργών είχε προχωρήσει σε διαβουλεύσεις -ουσιαστικές και όχι προσχηματικές όπως συνηθίζεται από το Υπουργείο Παιδείας-  με τον τότε Πρύτανη του Α.Ε.Ι. Πειραιά Τεχνολογικού Τομέα και είχε καταθέσει πρόταση για τη δημιουργία ενός αναβαθμισμένου τμήματος “Βιομηχανικής Σχεδίασης και Παραγωγής” που θα προσέφερε κατευθύνσεις σπουδών Κλωστοϋφαντουργού Μηχανικού κατά τα πρότυπα των πλέον καταξιωμένων ευρωπαϊκών και αμερικανικών Πανεπιστημίων. Αν και η πρόταση δεν αξιοποιήθηκε επαρκώς, τουλάχιστον παρέμεινε η δυνατότητα επιλογής μιας κατεύθυνσης που σε κάποιο βαθμό ανταποκρινόταν στις ανάγκες τις βιομηχανίας. Με τις νέες άστοχες παρεμβάσεις η κατεύθυνση αυτή χάνεται οριστικά, υπονομεύοντας τη μελλοντική ανάπτυξη ενός βιομηχανικού κλάδου με ιδιαίτερα κρίσιμη και στρατηγική σημασία για την ελληνική οικονομία.

Επειδή η αλαζονεία της εξουσίας και η παρελκόμενη ψευδαίσθηση κατοχής της απόλυτης γνώσης παράγει εξαιρετικά προβλέψιμες συμπεριφορές, δεν αναμένεται τα αρμόδια θεσμικά όργανα να επιδείξουν ενδιαφέρον και να ανταποκριθούν. Παρόλα αυτά, είναι απαραίτητο να αναδειχθούν τα δύο κομβικά σημεία που οδηγούν την ειδικότητα του Κλωστοϋφαντουργού Μηχανικού σε οριστική εξαφάνιση και να μείνουν παρακαταθήκη στους μελλοντικούς μελετητές της Βιομηχανικής Ιστορίας της χώρας. Τα σημεία αυτά είναι: α) κατάργηση των Α.Τ.Ε.Ι. και η συνακόλουθη συγχώνευση τμημάτων που έγινε με το νόμο Γαβρόγλου (4485/2017) και β) η αλλαγή του Προγράμματος Σπουδών στο μοναδικό Πανεπιστημιακό τμήμα που διατηρούσε συνάφεια με την ειδικότητα του Κλωστοϋφαντουργού Μηχανικού στην Ελλάδα, με τις τρέχουσες μεθοδεύσεις των κ.κ. Κεραμέως και Συρίγου από πλευράς Υπουργείου και κ. Μήτκα από πλευράς ΑΘΑΑΕ. Τα πρόσωπα αυτά, εάν στην πορεία δεν δώσουν εναλλακτική λύση,  θα μείνουν στην ιστορία ως οι υπεύθυνοι που έφεραν την Ελλάδα στη θέση της μοναδικής ευρωπαϊκής χώρας που δεν παρέχει ανώτατες σπουδές στην Κλωστοϋφαντουργία, παρά την ύπαρξη αντίστοιχης βιομηχανίας με ισχυρή συμμετοχή στην ελληνική οικονομία.

Ας ελπίσουμε ότι μια μελλοντική συγκυρία θα φέρει νέα πρόσωπα στην ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας & Θρησκευμάτων, τα οποία θα διαθέτουν όραμα και αντίληψη της σημασίας που έχει η τριτοβάθμια εκπαίδευση  για τη σύγχρονη βιομηχανική πραγματικότητα και θα μπορέσουν να επανιδρύσουν ένα σύγχρονο τμήμα που θα ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της Κλωστοϋφαντουργικής βιομηχανίας του μέλλοντος.