Ο  ψευδής ισχυρισμός ότι η βιομηχανία Κλωστοϋφαντουργίας-Ένδυσης είναι η δεύτερη πιο ρυπογόνος βιομηχανία στον κόσμο

Οι υπερβολικοί ισχυρισμοί που προκαλούν εντύπωση σε συνδυασμό με τους σύγχρονους μηχανισμούς αναμετάδοσης και εξάπλωσης των πληροφοριών είναι η σίγουρη συνταγή για την επικράτηση ψευδών πεποιθήσεων. Ο ισχυρισμός ότι η βιομηχανία Κλωστοϋφαντουργίας-Ένδυσης είναι η δεύτερη πιο ρυπογόνος βιομηχανία στον κόσμο μετά τη βιομηχανία πετρελαιοειδών, είναι προβήματικός για δύο λόγους. Πρώτον, διότι στερείται πραγματικής επιστημονικής τεκμηρίωσης και δεύτερον, διότι εισάγει μια παραπλανητική γενίκευση που αποκρύπτει το ότι η βιομηχανία Κλωστοϋφαντουργίας-Ένδυσης είναι πολυδιάστατη με μεγάλη πολυπλοκότητα και τεράστιες διαφοροποιήσεις στο περιβαλλοντικό αποτύπωμα ανά περίπτωση. Αυτή η γενίκευση αποτελεί και το μεγαλύτερο πρόβλημα καθώς συσκωτίζει την πραγματικότητα και μπορεί να οδηγεί τους καταναλωτές σε επιλογές που τελικά επιβαρύνουν ακόμη περισσότερο το περιβάλλον. Η έλλειψη ακριβούς πληροφόρησης δυσκολεύει τους καταναλωτές, αλλά και τους επαγγελματίες του χώρου, να αξιολογήσουν τις πραγματικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις του κάθε διαφορετικού προϊόντος. Η παραγωγή κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων, συμπεριλαμβανομένων και των ειδών ένδυσης, αποτελεί έναν από τους πλέον σύνθετους βιομηχανικούς κλάδους μεταποίησης και ως προς τα τρία συστατικά λειτουργίας -υλικά, παραγωγικές διεργασίες, εφοδιαστική αλυσίδα- συνεπώς οι γενικεύσεις δεν βοηθούν.

Η Vanessa Friedman, στο άρθρο της “The Biggest Fake News in Fashion” που δημοσιεύτηκε στους The New York Times το 2018, ερεύνησε το πώς ξεκίνησε ο ισχυρισμός ότι η κλωστοϋφαντουργία είναι η δεύτερη πιο ρυπογόνος βιομηχανία στον κόσμο. Ακολουθεί μεταφρασμένο απόσπασμα του άρθρου:

Ξανά και ξανά, σε άρθρα, συνέδρια και συνεντεύξεις, έγκριτα μέλη του κλάδου της μόδας το αναπαράγουν με απόλυτη βεβαιότητα. Εμφανίζεται ως ευαγγέλιο στα μέσα ενημέρωσης κάθε είδους, όπως το Fast Company , ενώ υπήρξε κεντρικό θέμα σε ένα ντοκιμαντέρ μεγάλου μήκους.

Ποιο είναι αυτό;

Η εμφατική δήλωση ότι η βιομηχανία της μόδας είναι η δεύτερη πιο ρυπογόνα βιομηχανία στον κόσμο. Είναι τόσο συγκλονιστικό και τόσο “πιασάρικο” που γίνεται εύκολα πιστευτό. Υπάρχει μόνο ένα πρόβλημα. «Δεν είναι αληθές», όπως είπε ο Jason Kibbey, διευθύνων σύμβουλος του Sustainable Apparel Coalition.

Ήρθε η ώρα να μπει τέλος σε αυτόν τον οικολογικό μύθο. Μόνο τότε θα μπορέσουμε πραγματικά να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα σε όλη την περίπλοκη και πολύπλευρη πραγματικότητά του.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι υπάρχουν σημαντικά ζητήματα σχετικά με τη βιωσιμότητα και τη μόδα. Ότι οι εταιρείες μόδας φέρουν τεράστια ευθύνη για τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, τις απορροές χημικών και τον υπερκορεσμό των χωματερών σε διάφορα μέρη του κόσμου. Αυτές οι ευθύνες τους αποδίδονται δικαιολογημένα.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι σχεδιαστές και τα στελέχη πρέπει να σκεφτούν συστηματικά τη θέση τους στη φυσική και την ανθρώπινη εφοδιαστική αλυσίδα και το πώς μπορούν να κάνουν το λιγότερο κακό. Όπως δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είναι ευκολότερο να τραβήξεις την προσοχή δηλώνοντας ότι είναι η δεύτερη πιο ρυπογόνος βιομηχανία στον κόσμο, αντί να χαρακτηρίζεις συγκεκριμένα τη βιομηχανία βαφής και φινιρίσματος κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων ως τον «Νο. 1 ρυπαντή του καθαρού νερού, μετά τη γεωργία» σύμφωνα με δημοσίευση του 2012 στο περιοδικό Natural Science.

Δεν υπάρχει αξιόπιστη, τεκμηριωμένη πηγή που να στηρίζει τη δήλωση περί του «δεύτερου μεγαλύτερου ρυπαντή». Για να γίνει κατανοητή η διάδοση αυτού του ισχυρισμού θα πρέπει να αναλογιστείτε ένα παιχνίδι «σπασμένου τηλεφώνου», όπου μετακινείστε από αναμετάδοση σε αναμετάδοση χωρίς ποτέ να φτάνετε στην πληροφορία της αρχικής πηγής. Αυτός είναι ίσως ο λόγος που οι περισσότεροι από τους ανθρώπους που πρωτοδημοσιοποίησαν αυτόν τον ισχυρισμό, στη συνέχεια ξεκίνησαν να τον αποσιωπούν και να προσπαθούν να τον πάρουν πίσω.

Για παράδειγμα, ένα άρθρο στον ιστότοπο OneGreenPlanet υποστηρίζει ότι «η βιομηχανία μόδας των 3 τρισεκατομμυρίων δολαρίων είναι η δεύτερη πιο ρυπογόνος βιομηχανία, ακριβώς πίσω από το πετρέλαιο», παραπέμποντας στον ιστότοπο EcoWatch που αναφέρει ως πηγή τη σχεδιάστρια την Eileen Fisher , η οποία έχει κάνει τη βιωσιμότητα μέρος της δουλειάς της και έχει βραβευτεί για αυτό.

Όταν ρωτήθηκε, η κα Fisher είπε ότι έλαβε αυτή την πληροφορία για πρώτη φορά από την ταινία The True Cost, ένα ντοκιμαντέρ του 2015 του Andrew Morgan και ότι η ίδια πληροφορία αναπαράχθηκε σε συζήτηση στο Glasgow Caledonian Fair Fashion Center. Όταν ρωτήθηκε η Cara Smyth, η αντιπρόεδρος του Glasgow Caledonian New York College, είπε ότι επίσης νόμιζε ότι ο ισχυρισμός προήλθε από την ταινία, όταν όμως ρώτησα τον σκηνοθέτη κ. Morgan από πού βρήκε την πληροφορία, με παρέπεμψε στους διοργανωτές του Copenhagen Fashion Summit, ενός συνεδρίου για τη βιώσιμη μόδα, που ξεκίνησε το 2008.

Ο Jonas Eder-Hansen, διευθυντής δημοσίων σχέσεων του Global Fashion Agenda, ενός φόρουμ για θέματα βιωσιμότητας και μόδας που δημιουργήθηκε από το Copenhagen Fashion Summit, πιστεύει ότι η αρχική πληροφορία προήλθε από έκθεση της συμβουλευτικής εταιρείας Deloitte. Η έκθεση αυτή εμφανίστηκε στη Δανία γύρω στο 2012, αλλά έκτοτε εξαφανίστηκε. Όταν ρωτήθηκε η Deloitte, δεν έδωσε ξεκάθαρη απάντηση για την ταυτότητα της αρχικής πληροφορίας.

Η Linda Greer, πρώην ανώτερο επιστημονικό στέλεχος του Natural Resources Defense Council, δήλωσε ότι έχει τον φόβο ότι η πληροφορία προήλθε από αυτήν. Όπως είπε «Πριν από μια δεκαετία περίπου, κοίταζα τις ρυπογόνες βιομηχανίες στην Κίνα και πώς η μόδα σχετίζεται με τη μόλυνση του νερού. Αλλά αυτό εξαρτάται από το τι κοιτάς».

Μπορείτε να βρείτε το πλήρες άρθρο στον σύνδεσμο:

https://www.nytimes.com/2018/12/18/fashion/fashion-second-biggest-polluter-fake-news.html